μιλιέμαι

μιλιέμαι
μιλιέμαι, μιλήθηκα, μιλημένος βλ. πίν. 59
——————
Σημειώσεις:
μιλιέμαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται κυρίως με τη σημασία (για γλώσσα) χρησιμοποιούμαι, π.χ. τα γαλλικά μιλιούνται ακόμα στις παλιές αποικίες, και με έννοια αλληλοπάθειας, π.χ. δε μιλιούνται ( δε μιλάει ο ένας στον άλλο) μετά την παρεξήγηση που έγινε.
Η μτχ. μιλημένος έχει ιδιαίτερη σημασία αυτός με τον οποίο (ή για τον οποίο) έχει προηγηθεί συνεννόηση, π.χ. Ήταν μιλημένος ο μάρτυρας και δεν είπε στο δικαστήριο όλα όσα ήξερε.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • επιχωριάζω — (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος] 1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική») 2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η… …   Dictionary of Greek

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”