- μιλιέμαι
- μιλιέμαι, μιλήθηκα, μιλημένος βλ. πίν. 59——————Σημειώσεις:μιλιέμαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται κυρίως με τη σημασία → (για γλώσσα) χρησιμοποιούμαι, π.χ. τα γαλλικά μιλιούνται ακόμα στις παλιές αποικίες, και με έννοια αλληλοπάθειας, π.χ. δε μιλιούνται (→ δε μιλάει ο ένας στον άλλο) μετά την παρεξήγηση που έγινε.Η μτχ. μιλημένος έχει ιδιαίτερη σημασία → αυτός με τον οποίο (ή για τον οποίο) έχει προηγηθεί συνεννόηση, π.χ. Ήταν μιλημένος ο μάρτυρας και δεν είπε στο δικαστήριο όλα όσα ήξερε.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.